υπέκθεση

υπέκθεση
η / ὑπέκθεσις, -έσεως, ΝΑ [ὑπεκτίθημι]
νεοελλ.
έκθεση φωτογραφικής πλάκας στο φως για λιγότερο χρόνο από τον απαιτούμενο
αρχ.
1. κρυφή έκθεση
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπέκθεσις
ὑπόθεσις».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”